- μωλωπισμός
- οτο να μωλωπιστεί κανείς, πρήξιμο ή μελάνιασμα του δέρματος έπειτα από χτύπημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μωλωπισμός — ο (Μ μωλωπισμός) [μωλωπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλωπίζω, η δημιουργία μωλώπων, ελαφρών κακώσεων … Dictionary of Greek
μωλώπωσις — μωλώπωσις, ἡ (Α) μωλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλωψ, ωπος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μωλωπῶ, όω] … Dictionary of Greek
σαρκόθλασις — άσεως, ἡ, Μ σύνθλιψη τής σάρκας, μωλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσις] … Dictionary of Greek